ὀνειροπολεῖ

ὀνειροπολεῖ
ὀνειροπολέω
dream
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὀνειροπολέω
dream
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …   Dictionary of Greek

  • αρρέμβαστος — ἀρρέμβαστος, ον (Μ) [ρέμβομαι] 1. αυτός που δεν ρεμβάζει, δεν ονειροπολεί, ο απερίσπαστος 2. ο σταθερός …   Dictionary of Greek

  • ονειροπόλος — α, ο (Α ὀνειροπόλος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος αρχ. 1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών… …   Dictionary of Greek

  • ονειροπόληση — η το να ονειροπολεί κανείς, να ρεμβάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”